- κοπιᾷν
- κοπιάωto be tiredpres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπιᾶν — κοπία rest from toil fem gen pl (doric aeolic) κοπιάω to be tired pres part act masc voc sg (doric aeolic) κοπιάω to be tired pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κοπιάω to be tired pres part act masc nom sg (doric aeolic) κοπιᾶ̱ν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
леть — I I. (нареч.) можно, дозволено , диал. (Даль), блр. лець – то же, др. русск. лѣть возможность, приличие , ст. слав. лѣть (ѥстъ), лѣтиѭ ѥстъ ἔξεστι (Супр.), др. чеш. letenstvie добродушие, благожелательность; великолепие , др. польск. lecienstwo… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ληδείν — ληδεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κοπιᾱν, κεκμηκέναι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού τ. σε ΙΕ ρίζα *lēd «εγκαταλείπω» και η σύνδεσή του με λέξεις που έχουν τη σημ. τού «αφήνω» δεν φαίνεται πειστική. Μάλλον πρόκειται για αλλοιωμένη μορφή τών γλωσσών που… … Dictionary of Greek
πρωτολήδεσθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ πρῶτον ἀποπειρᾱσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λήδεσθαι. Κατά μία άποψη, το β συνθ. συνδέεται με τα ἀηδέω / ἀδέω «είμαι κουρασμένος, αισθάνομαι αηδία», τών οποίων και αποτελεί αλλοιωμένη μορφή (πρβλ. Ησύχ. ληδεῖν «κοπιάν,… … Dictionary of Greek